18 Απριλίου 2024

Πτώση των συνολικών πωλήσεων των Super Markets έπειτα από διαχρονική ανοδική πορεία-ICAP

· Το 2010 ήταν η πρώτη χρονιά της τελευταίας εικοσαετίας, κατά την οποία η αξία της συνολικής αγοράς των super markets και cash & carry παρουσίασε αρνητικό ετήσιο ρυθμό μεταβολής σε σχέση με το προηγούμενο έτος (-1,4%). Η συγκεκριμένη τάση εκτιμάται ότι συνεχίστηκε και το 2011 με εντονότερο ρυθμό.

· Ο ανταγωνισμός στον κλάδο των super markets είναι ιδιαίτερα έντονος, κυρίως λόγω του μεγάλου αριθμού των εταιρειών και της πληθώρας των καταστημάτων.

· Οι μεγάλες αλυσίδες super markets καλύπτουν το μεγαλύτερο ποσοστό των συνολικών πωλήσεων του κλάδου, με την τάση συγκέντρωσης να συνεχίζεται.

 

Ο κλάδος των super markets αποτελεί έναν από τους πιο δυναμικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Στη συγκεκριμένη αγορά δραστηριοποιείται σημαντικός αριθμός εταιρειών, οι μεγαλύτερες των οποίων ελέγχουν γνωστές και εδραιωμένες αλυσίδες καταστημάτων. Ο έντονος ανταγωνισμός που παρατηρείται μεταξύ των επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες που κυριαρχούν στη χώρα τα τελευταία χρόνια, επηρεάζουν τη συνολική ζήτηση και οδηγεί τις εταιρείες στην αναζήτηση νέων στρατηγικών ανάπτυξης. Τα παραπάνω επισημαίνονται στην κλαδική μελέτη που εκπόνησε η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP Group και στην οποία διερευνάται η εξέλιξη της αγοράς των super markets και cash & carry.

 

Η ποιότητα, η τιμή και η προέλευση των προϊόντων (εγχώρια ή ξένη) αποτελούν τα σημαντικότερα κριτήρια επιλογής για τους καταναλωτές και καθορίζουν τη ζήτηση των προϊόντων του εξεταζόμενου κλάδου. Αντίστοιχα, η εύκολη πρόσβαση, η ποιότητα και η ποικιλία εμπορευμάτων διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην τελική επιλογή ενός καταστήματος από τους καταναλωτές. Τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, οι προσφορές και παροχές των αλυσίδων προς τους πελάτες τους, η παρουσία των discounters και ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων του κλάδου, έχουν αναγάγει την τιμολογιακή πολιτική σε ένα σημαντικό παράγοντα διαφοροποίησης, καθώς και διατήρησης και προσέλκυσης μέρους του καταναλωτικού κοινού.

 

Στοιχείο που διαφοροποιεί τις επιχειρήσεις του εξεταζόμενου κλάδου είναι ο αριθμός και το είδος των καταστημάτων τους (super market, discount, cash & carry). Οι μεγάλες εταιρείες διαθέτουν εκτεταμένο δίκτυο πωλήσεων με ευρεία γεωγραφική κάλυψη και διαφορετικούς τύπους καταστημάτων, ανάλογα με την επιφάνεια πωλήσεων και το εύρος των προϊόντων (hypermarkets, μεσαίου μεγέθους καταστήματα και μικρότερα σημεία πώλησης για γρήγορες αγορές). Οι μικρότερες αλυσίδες δραστηριοποιούνται συνήθως σε τοπικό επίπεδο, εντός δηλαδή συγκεκριμένων περιοχών, ενώ υπάρχουν και επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται μεμονωμένα καταστήματα. Οι δύο τελευταίες κατηγορίες super markets συχνά εντάσσονται σε ομίλους κοινών αγορών. Σχετικά με την εξέλιξη της αγοράς των super markets και cash & carry καθώς και τους παράγοντες που συνέβαλλαν σ΄ αυτήν, η Διευθύντρια Οικονομικών - Κλαδικών Μελετών της ICAP Group, κ. Σταματίνα Παντελαίου, ανέφερε τα εξής: «Η υφιστάμενη οικονομική κρίση επηρέασε αρνητικά και τον κλάδο των super markets, ο οποίος αποτελεί ίσως έναν από τους πιο «ανθεκτικούς» κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Παράγοντες όπως η στροφή των καταναλωτών σε φθηνότερα προϊόντα ακόμα και για τα βασικά είδη πρώτης ανάγκης, η ελαχιστοποίηση των «παρορμητικών» αγορών, η αναζήτηση του καλύτερου συνδυασμού μεταξύ κόστους και αξίας (value for money) κ.ά., οι οποίοι έχουν ως κοινό «παρονομαστή» τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματός τους και την αβεβαιότητα για την εξέλιξη της υπάρχουσας οικονομικής συγκυρίας, οδήγησαν σε μείωση της συνολικής αξίας των πωλήσεων των επιχειρήσεων του εξεταζόμενου κλάδου το 2010/09 (-1,4%), έπειτα από διαχρονική αύξηση επί σειρά ετών. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η αξία των συνολικών πωλήσεων του κλάδου των super markets και cash & carry παρουσίασε περαιτέρω μείωση (εκτιμώμενο ποσοστό 2%-3%) το 2011.

 

Σχετικά με το βαθμό συγκέντρωσης, τρεις (3) και πέντε (5) από τις μεγαλύτερες αλυσίδες του κλάδου συγκέντρωσαν αντίστοιχα το 36% και 51% της συνολικής αγοράς το 2010».

 

Το καταναλωτικό κοινό ωθείται, πλέον, στην αγορά των «απαραίτητων» αγαθών και στον περιορισμό των δαπανών για τα λοιπά προϊόντα. Τα τρόφιμα και τα ποτά κατέλαβαν το 75% των συνολικών πωλήσεων το 2010. Σύμφωνα με έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών εκτιμάται στα €334 το 2011, μειωμένη κατά 3,7% σε σχέση με το 2010.

 

Στα πλαίσια της μελέτης έγινε και χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων του κλάδου βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Από την ανάλυση του ομαδοποιημένου ισολογισμού, ο οποίος συντάχθηκε με βάση αντιπροσωπευτικό δείγμα 82 εταιρειών για τη διετία 2010-2009, προκύπτουν τα εξής:

 

Το σύνολο του ενεργητικού των επιχειρήσεων του δείγματος παρουσίασε αύξηση 6,6% το 2010 σε σχέση με το 2009, η οποία προήλθε από την αύξηση της αξίας των καθαρών παγίων (κυρίως) και των απαιτήσεων. Τα ίδια κεφάλαια μειώθηκαν κατά 4,7%. Οι μεσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις & προβλέψεις αυξήθηκαν κατά 17,7%, οι δε βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις αυξήθηκαν με μικρότερο ρυθμό (κατά 8,6%) το 2010/09.

 

Οι συνολικές πωλήσεις των 82 επιχειρήσεων του δείγματος σημείωσαν μικρή αύξηση (1,1%) το 2010 σε σχέση με το προηγούμενο έτος, τα δε μικτά κέρδη παρέμειναν σχεδόν στα ίδια επίπεδα (-0,05%). Η σημαντική αύξηση των λοιπών λειτουργικών εξόδων (5,8%) οδήγησε στην επιδείνωση του συνολικού λειτουργικού αποτελέσματος κατά 75,3% το 2010/09. Τελικά, τα κέρδη προ φόρου των συγκεκριμένων εταιρειών μειώθηκαν σημαντικά (κατά 84,1%), ενώ και τα κέρδη EBITDA υποχώρησαν κατά 32,6%.